στομαλγία

στομαλγία
στομαλγίᾱ , στομαλγία
soreness of the mouth
fem nom/voc/acc dual
στομαλγίᾱ , στομαλγία
soreness of the mouth
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στομαλγία — και στοματαλγία, η, ΝΜΑ [στομαλγῶ] επώδυνη στοματίτιδα μσν. αρχ. μτφ. ακατάσχετη φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • -αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία …   Dictionary of Greek

  • στομαλγώ — έω, Α πάσχω από στομαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + αλγῶ (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. ποδ αλγῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”